άγγιχτος — η, ο 1. ανέγγιχτος, άψαυστος 2. ακέραιος 3. αυτός που δεν τέθηκε ακόμη σε χρήση, αχρησιμοποίητος 4. μτφ. α) αυτός που δεν δέχεται προσβολές, εύθικτος, ευέξαπτος β) (για κοπέλες) αγνή, παρθένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ’γγίζω ή < αγγίζω, όπου… … Dictionary of Greek
άδηκτος — η, ο (Α ἄδηκτος, ον) [δάκνω] αυτός που δεν τόν δάγκωσαν, ο αδάγκωτος αρχ. 1. άθικτος, απείραχτος, ανέγγιχτος, άβλαφτος 2. ο μη δηκτικός 3. (κυρίως για ξύλα) αυτός που δεν φαγώθηκε από σκουλήκια 4. απαθής, ασυγκίνητος, απρόσβλητος (από αγάπη, θυμό … Dictionary of Greek
άθικτος — και χτος, η, ο (Α ἄθικτος, ον) παθητ. 1. αυτός που δεν τόν άγγιξαν, ανέπαφος, ανέγγιχτος και συνεκδ. ακέραιος 2. ανεπηρέαστος, απρόβλητος 3. (για κοπέλες) αδιαπαρθένευτη, απείραχτη, αγνή νεοελλ. 1. αμεταχείριστος, καινούργιος 2. (με ηθική σημ.)… … Dictionary of Greek
άναπτος — (I) και άναφτος, η, ο (Α ἄναπτος, ον) ο μη αναμμένος, ανάναφτος. (II) ἄναπτος, ον (Α) [ἅπτομαι] αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αγγίξει, ανέγγιχτος, άπιαστος … Dictionary of Greek
άψαυστος — ἄψαυστος, ον (AM) [ψαύω] 1. ανέγγιχτος, άθικτος 2. εκείνος τον οποίο δεν επιτρέπεται ν αγγίξει κανείς, ο ιερός αρχ. όποιος δεν αγγίζει κάτι … Dictionary of Greek
αθιγής — ἀθιγής, ὲς (AM) άθικτος, ανέγγιχτος, αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αγγίξει μσν. που δεν έχει αγγίξει κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἐ θίγ ην, παθ. αόρ. β΄ τού ρ. θιγγάνω] … Dictionary of Greek
απάρθενος — (I) ἀπάρθενος, ον (Α) αυτή που δεν είναι πλέον παρθένα. (II) η, ο 1. παρθένος, παρθενικός, ανέγγιχτος («απάρθενο κορίτσι») 2. αδούλευτος, καινούργιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τού τ. υπάρχουν τρεις εκδοχές: α) < α (προθετ.) + παρθένος β) <… … Dictionary of Greek
υποπλέω — ὑποπλέω, ΝΜΑ, και ιων. ποιητ. τ. ὑποπλώω, Α [πλέω] ναυτ. πλέω κοντά στην ξηρά αποφεύγοντας τον άνεμο, παραπλέω τις ακτές μσν. μτφ. (σχετικά με μια αρνητική κατάσταση) μένω ανέγγιχτος («παρανομίας θάλασσαν ύπέπλευσαν άβρόχως», Μηναί.) αρχ. πλέω… … Dictionary of Greek
άγγι(α)χτος — η, ο 1. ανέγγιχτος, άθιχτος: Άφησε το φαγητό του άγγι(α)χτο. 2. αυτός που θυμώνει εύκολα: Μην τον πειράζεις, γιατί είναι άγγι(α)χτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άθικτος — άθικτος, η, ο και άθιχτος, η, ο 1. ανέγγιχτος: Το φαγητό έμεινε στο τραπέζι άθιχτο. 2. απείραχτος, σώος: Κοίταζαν το αρχαίο θέατρο και θαύμαζαν· τα χρόνια που πέρασαν το χαν αφήσει άθιχτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)